Όπως και στη λογοτεχνία υπάρχουν διάφορα είδη (ποίηση, πεζογραφία κτλ),
έτσι και στη ζωγραφική υπάρχουν διάφορες Σχολές που τα έργα της κάθε
μιας, ξεχωρίζουν από τα έργα της άλλης. Μάλιστα δεν μπορούν να
συγκριθούν μεταξύ τους. Είναι ανόμοια πράγματα με
ιδιαίτερα εικαστικά χαρακτηριστικά και οι συγκρίσεις πρέπει να γίνονται
μεταξύ πινάκων, ιδίων Σχολών.
Μεταβυζαντινή τέχνη - Κρητική Σχολή
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), η βυζαντινή καλλιτεχνική παράδοση συνεχίζεται εκτός της οθωμανικής επικράτειας και κυρίως στη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Πολλοί αγιογράφοι κατέβηκαν τότε στην Κρήτη και ιδιαίτερα στον Χάνδακα (το σημερινό Ηράκλειο) και δημιούργησαν την Κρητική Σχολή, που συνδύαζε στοιχεία της βυζαντινής τέχνης με τεχνοτροπικά στοιχεία της Αναγέννησης. Κύριος εκπρόσωπος είναι ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (El Greco).
El greco |
Επτανησιακή Σχολή
Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους (1669), η στρατηγική και εμπορική σημασία των Ιονίων νήσων, που βρίσκονταν πάντα υπό την Ενετική κατοχή, αυξάνεται. Οι αλλαγές συνδέονται με την τεχνική της ελαιογραφίας σε καμβά, που αντικαθιστά τη βυζαντινή τεχνική της αυγοτέμπερας σε σανίδι. Ο Παναγιώτης Δοξαράς αποτέλεσε τον θεμελιωτή της Επτανησιακής Σχολής.
Π. Δοξαράς |
Σχολή του Μονάχου
Όμως το 1833, η άνοδος του Όθωνα, γιου του Λουδοβίκου Α' της Βαυαρίας, στον θρόνο του ελληνικού κράτους, θα στρέψει τους Έλληνες καλλιτέχνες στο Μόναχο. Έτσι δημιουργείται η Σχολή του Μονάχου ή αλλιώς ο Ακαδημαϊκός Ρεαλισμός και ξεκινά η διείσδυση των γερμανικών ρευμάτων στην Ελλάδα. Το έργο των καλλιτεχνών της Σχολής του Μονάχου διακρίνεται για την άριστη τεχνική στη χρήση του χρώματος σε βάρος της εκφραστικότητας. Από τους πρόδρομους της Σχολής του Μονάχου θεωρείται, ο Θεόδωρος Βρυζάκης, ο πρώτος ζωγράφος που σπούδασε στο Μόναχο.
Βρυζάκης |
Το 1862, με την έξωση του Όθωνα, τελειώνει η περίοδος της Βαυαροκρατίας στην Ελλάδα, ενώ στην τέχνη αρχίζει μια νέα εποχή με την είσοδο στο προσκήνιο της ελληνικής καλλιτεχνικής ζωής των μεγάλων εκπροσώπων της ώριμης Σχολής του Μονάχου, όπως ο Νικηφόρος Λύτρας, γενάρχης της νεοελληνικής ζωγραφικής, ο Κωνσταντίνος Βολανάκης, εισηγητής της τοπιογραφίας στην Ελλάδα, ο Νικόλαος Γύζης και ο Γεώργιος Ιακωβίδης, γνωστός για τις παιδικές σκηνές του.
Στροφή στον ιμπρεσιονισμό
(θα μιλήσουμε σε άλλη ανάρτηση για τα καλλιτεχνικά ρεύματα).
(θα μιλήσουμε σε άλλη ανάρτηση για τα καλλιτεχνικά ρεύματα).
Ενάντια στη Σχολή του Μονάχου θα σταθούν καλλιτέχνες που σπούδασαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και που προσελκύονται από τα παρισινά κινήματα. Ο Ιωάννης Αλταμούρας, θαλασσογράφος, μαθητής του Νικηφόρου Λύτρα, μελετά την ατμόσφαιρα και το φως με ιμπρεσιονιστική διάθεση. Το ίδιο βλέπουμε και στο έργο μαθητών του Γύζη, όπως του Συμεών Σαββίδη, που ζωγραφίζει οριενταλιστικές σκηνές, εμπνευσμένες από τα ταξίδια του, όπου αιχμαλωτίζει το φως και το πλούσιο χρώμα της Ανατολής.
Ο πιο αυθεντικός Έλληνας οριενταλιστής είναι ο Θεόδωρος Ράλλης όπου ερμηνεύει τα ελληνικά θέματα από τη σκοπιά ενός ζωγράφου της Γαλλικής Σχολής. Ο πλέον όμως Έλληνας ιμπρεσιονιστής είναι ο Περικλής Πανταζής που συνδυάζει προσωπογραφία και νεκρή φύση με σεζανική δομή και χρώμα που παραπέμπει σε Μανέ.
Στο τέλος του αιώνα οι περισσότεροι Έλληνες καλλιτέχνες αισθάνονται την ανάγκη να ανοίξουν την παλέτα τους και να ανανεώσουν τη ζωγραφική τους με την αύρα του Ιμπρεσιονισμού, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους.
Στο τέλος του αιώνα οι περισσότεροι Έλληνες καλλιτέχνες αισθάνονται την ανάγκη να ανοίξουν την παλέτα τους και να ανανεώσουν τη ζωγραφική τους με την αύρα του Ιμπρεσιονισμού, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους.
Ο 20ος αιώνας χαρακτηρίζεται από τη στροφή προς το Παρίσι, καλλιτεχνική
πρωτεύουσα της Ευρώπης εκείνη την εποχή. Το ρεύμα του Συμβολισμού
διαδίδεται σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η ανανέωση στην τέχνη συμπίπτει με την ανανέωση της πολιτικής ζωής και την είσοδο στο προσκήνιο του μεγάλου Έλληνα πολιτικού Ελευθέριου Βενιζέλου. Εμφανίζονται οι πρώτες αίθουσες εκθέσεων. Ο άνεμος της ανανέωσης που φτάνει, πνέει από παντού. Με πρότυπο τα γαλλικά μεταϊμπρεσιονιστικά ρεύματα, ο Κωνσταντίνος Παρθένης, ο Κωνσταντίνος Μαλέας, ο Νικόλαος Λύτρας, γιος του Νικηφόρου Λύτρα και λίγο αργότερα ο Σπύρος Παπαλουκάς θα επιχειρήσουν και τελικά θα βρουν ένα χρωματικό ιδεόγραμμα του ελληνικού φωτός. Η ανανέωση προωθείται και από την Ομάδα Τέχνη με μέλη ζωγράφους και λόγιους κριτικούς. Τα έργα τους εντάσσονται στο πνεύμα του Μοντερνισμού.
Η Γενιά του ’30
Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 αποτελεί ορόσημο του Μεσοπολέμου για την Ελλάδα. Η τραυματική αυτή εμπειρία δημιούργησε την ανάγκη μιας εθνικής αυτοβεβαίωσης που εκφράστηκε με αποστροφή στη δύση και την επιστροφή προς την παράδοση. Το ώριμο έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη μαρτυρεί αυτές τις αλλαγές.
Ο Μικρασιάτης Φώτης Κόντογλου απορρίπτει κάθε επαφή με τη δυτική τέχνη. Η διδασκαλία του μπορεί να θεωρηθεί ο σπόρος που θα γεννήσει την τέχνη των ζωγράφων που είναι γνωστοί ως «Γενιά του 30».
Σε αντίθεση με τον Κόντογλου, ο φίλος του Σπύρος Παπαλουκάς προσεγγίζει την παράδοση μέσα από την εμπειρία της σύγχρονης τέχνης. Ο Γιάννης Τσαρούχης επίσης κατανοεί το αδιέξοδο της διδασκαλίας του Κόντογλου και ανοίγει έναν γόνιμο διάλογο με πολλές παραδόσεις, πάντα μέσα από τον προβληματισμό της σύγχρονης τέχνης, ιδιαίτερα του Ανρί Ματίς. Το δίδαγμα του Κόντογλου συμφιλιώνεται με τους κώδικες της μεταφυσικής ζωγραφικής στο έργο του Νίκου Εγγονόπουλου. Ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας, μαθητής του Παρθένη, ζωγραφίζει τοπία, εσωτερικά και νεκρές φύσεις σε ένα ύφος μετακυβιστικό, με φως και χρώμα ελληνικό.
Η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά (1936-1940) βρήκε διαμορφωμένο το ρεύμα της επιστροφής στην παράδοση και το υιοθέτησε, θεωρώντας ότι μπορούσε έτσι να εκφράσει την εθνικιστική ιδεολογία του καθεστώτος.
Μέσα σε αυτό το κλίμα η Γενιά του ’30 ανακαλύπτει την αξία της τέχνης λαϊκών καλλιτεχνών, όπως είναι ο ζωγράφος του Μακρυγιάννη και ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ.
Μέσα σε αυτό το κλίμα η Γενιά του ’30 ανακαλύπτει την αξία της τέχνης λαϊκών καλλιτεχνών, όπως είναι ο ζωγράφος του Μακρυγιάννη και ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ.
Θεόφιλος |
Οι ζωγράφοι της γενιάς του ’30 μετά τον πόλεμο, ωριμάζουν και αναπτύσσουν το έργο τους στα μεταπολεμικά χρόνια, όπου θα πορευτούν την «ιδιωτική τους οδό», που θα τους οδηγήσει σε προορισμούς τελείως διαφορετικούς.
Το 1949 ο μεγάλος εικαστικός Γιάννης Μόραλης μαζί με αρκετούς ακόμα έλληνες ζωγράφους της γενιάς των ‘30, μεταξύ των οποίων ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Νικολάου και ο Νίκος Εγγονόπουλος, ιδρύουν την καλλιτεχνική ομάδα «Αρμός» και έναν χρόνο μετά διοργανώνουν την πρώτη κοινή τους έκθεση στο Ζάππειο.
Το 1949 ο μεγάλος εικαστικός Γιάννης Μόραλης μαζί με αρκετούς ακόμα έλληνες ζωγράφους της γενιάς των ‘30, μεταξύ των οποίων ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Νικολάου και ο Νίκος Εγγονόπουλος, ιδρύουν την καλλιτεχνική ομάδα «Αρμός» και έναν χρόνο μετά διοργανώνουν την πρώτη κοινή τους έκθεση στο Ζάππειο.
Χατζηκυριάκος - Γκίκας |
'50 και ’60
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 αρχίζει και πάλι η δραστηριότητα της καλλιτεχνικής ζωής, κυρίως με τη δημιουργία νέων αιθουσών τέχνης. Στην Ελλάδα και γενικά στον Νότο, ο Εξπρεσιονισμός σπανίζει.
Το 1960 με την έκρηξη της αφαίρεσης στη διεθνή τέχνη (αφηρημένος εξπρεσιονισμός), πραγματοποιείται και η στροφή στην Ελλάδα. Η ζωγραφική του Γ. Σπυρόπουλου (βραβείο Unesco στην Μπιενάλε της Βενετίας) αποτελεί μια πρωτότυπη συνεισφορά της Ελλάδας στην ιστορία της αφηρημένης τέχνης.
Xούντα - Μεταπολίτευση
Το 1964 όμως η ανάπτυξη σε όλους τους τομείς του πολιτισμού ανακόπτεται με τη δικτατορία. Η λογοκρισία, η απόσυρση έργων από εκθέσεις, η δίωξη καλλιτεχνών φρενάρουν για λίγο τη δημιουργική πορεία.
Την αποκατάσταση της δημοκρατίας συνοδεύει η άνθηση της καλλιτεχνικής ζωής, η επιστροφή καλλιτεχνών, και η τόνωση της αγοράς. Πάνω από είκοσι γκαλερί λειτουργούν στην Αθήνα στα 1976, που διπλασιάζονται στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, ενώ η δημοσιοποίηση ιδιωτικών συλλογών (Πινακοθήκη Πιερίδη, μουσείο Βορρέ, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Γουλανδρή), το καθένα με τον δικό του χαρακτήρα συμβάλλουν στην καλλιτεχνική κινητικότητα της εποχής.
Την αποκατάσταση της δημοκρατίας συνοδεύει η άνθηση της καλλιτεχνικής ζωής, η επιστροφή καλλιτεχνών, και η τόνωση της αγοράς. Πάνω από είκοσι γκαλερί λειτουργούν στην Αθήνα στα 1976, που διπλασιάζονται στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, ενώ η δημοσιοποίηση ιδιωτικών συλλογών (Πινακοθήκη Πιερίδη, μουσείο Βορρέ, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Γουλανδρή), το καθένα με τον δικό του χαρακτήρα συμβάλλουν στην καλλιτεχνική κινητικότητα της εποχής.
Πολλοί σπουδαίοι καλλιτέχνες, χωρίς να κατατάσσονται αναγκαία σε κάποιο ρεύμα, αρχίζουν να γράφουν τις πρώτες σελίδες της σύγχρονης ζωγραφικής στην Ελλάδα. Κάποιοι από αυτούς, ο Δημήτρης Μυταράς, ένας από τους σημαντικούς και πιο παραγωγικούς ζωγράφους, ο Αλέκος Φασιανός με το ιδιαίτερο του στυλ και τις συνθέσεις που κυριαρχεί η μορφή του αξιωματικού, με τα φουσκωτά, κόκκινα μάγουλα, τα φανταχτερά σιρίτια στη στολή και το γελοιογραφικά υποβλητικό ύφος. Επίσης ο Γιάννης Γαΐτης με τα χαρακτηριστικά του «ανθρωπάκια», με τα οποίο καθιερώνεται διεθνώς, σύμβολα της αλλοτρίωσης και της μαζικοποίησης του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά και κριτική στον καταναλωτισμό και στη σκοτεινή πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα του '60. Επίσης ο Χρόνης Μπότσογλου, συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους ζωγράφους της ελληνικής μεταπολεμικής τέχνης.
Σήμερα σε αυτούς τους μεγάλους εικαστικούς έρχεται να προστεθεί και μια
νέα φουρνιά πολύ αξιόλογων νέων ζωγράφων που αξίζει την προσοχή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου